- απολείτουργα
- επίρρ. χρον., μετά τη λειτουργία: Απολείτουργα μαζεύτηκαν ν' αποφασίσουν για το δρόμο.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
απολείτουργα — (I) (Μ ἀπολείτουργα) επίρρ. [λειτουργία] μετά τη θεία λειτουργία. (II) τα 1. τα κομμάτια από το πρόσφορο μετά την αφαίρεση του σφραγισμένου μέρους 2. κομμάτια από το πρόσφορο που δεν έχουν ευλογηθεί από τον ιερέα … Dictionary of Greek
απο- — [ΕΤΥΜΟΛ. Το απο ως προρρηματικό ή προθεματικό στοιχείο προέρχεται από την πρόθεση από. Χρησιμεύει ως α΄ συνθετ. πολλών λέξεων της αρχαίας, μσν. και νέας Ελληνικής και σημαίνει: α) χωρισμό, απομάκρυνση αποβάλλω, απόδημος, απόμαχος αρχ. άπειμι,… … Dictionary of Greek